- θοός
- (I)θοός, -ή, -όν (Α) [θέω] (ποιητ. τ.)1. δραστήριος, ευκίνητος ταχύς, ενεργητικός2. (επίθ. για τα πολεμικά πλοία) ελαφρός, ταχύς («νηυσὶ θοῇσιν», Ομ. Οδ.)3. φρ. α) «θοὴ νύξ» — η νύχτα, επειδή έρχεται αιφνίδια, γρήγορα μετά τη δύση τού ηλίου, β) «θοήν ἀλεγύνετε δαῑτα» — να ετοιμάσετε γρήγορα γεύμα, Σοφ.γ) «θοῆς εἰρεσίας ζυγόν» — ο ζυγός τής γρήγορης κωπηλασίας (Σοφ.).επίρρ...θοῶς (Α)γρήγορα, αμέσως.————————(II)θοός, -ή, -όν (Α)οξύς, μυτερός, κοφτερός, με οξύ, βελονοειδές ή ακανθοειδές σχήμα («νῆσοι θοαί» — οι Εχινάδες, επειδή τα νησιά αυτά έχουν οξύ, βελονοειδές σχήμα, Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
Dictionary of Greek. 2013.